λιγωμάρα

λιγωμάρα
η
η λιγούρα, το λίγωμα: Έφαγα πολλά γλυκά και μ' έπιασε λιγωμάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιγωμάρα — η (Μ λιγωμάρα) 1. έντονη πείνα που συνοδεύεται από στομαχικές ενοχλήσεις, λιγούρα 2. εξάντληση, εξασθένηση νεοελλ. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, πόθος μσν. λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

  • λίγωμα — το (Μ λίγωμα) [λιγώνω] λιγούρα, λιγωμάρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”